Η παρουσία της Ε.Ε. στο Συμβούλιο Ασφαλείας

ΟΔΕΘ
12 Min Read
The United Nations Security Council meets about the situation in Syria at United Nations Headquarters in the Manhattan borough of New York City, New York, U.S., February 28, 2020. REUTERS/Carlo Allegri

Γράφει η Αφροδίτη Σεντουκίδη

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) έχει καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις, καθώς αποσκοπεί στη διατήρηση της διεθνούς ασφάλειας και ειρήνης. Το ΣΑ έχει την ικανότητα του να προσδιορίζει την ύπαρξη απειλής για την ειρήνη, να επιβάλλει κυρώσεις, να αναλαμβάνει στρατιωτική δράση ή να εγκρίνει τη χρήση βίας έναντι δρώντα που επιδιώκει να διαταράξει την ειρήνη και να παρέχει νομικές εντολές για ειρηνευτικές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Απαρτίζεται από πέντε μόνιμα μέλη που διαθέτουν ένα ιδιαίτερο προνόμιο, το δικαίωμα αρνησικυρίας, καθώς και από δέκα μη μόνιμα μέλη.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, μέχρι και την έξοδο του από την ΕΕ, και η Γαλλία ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας είχαν το καθήκον της διαφύλαξης των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με τα μη μόνιμα ευρωπαϊκά μέλη που εκλέγονται κατά διαστήματα. Η αποτελεσματικότητα, όμως, της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ως διεθνής δρών εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας περιορίζεται σημαντικά από τις θεσμικές διατάξεις και τη σύνθεση του Συμβουλίου, τελευταία μεταρρύθμιση του οποίου υπήρξε το 1965, όταν το μέγεθός του αυξήθηκε από έντεκα στα σημερινά δεκαπέντε μέλη. Παρά το γεγονός όμως ότι δεν επιτρέπεται η συμμετοχή άλλου περιφερειακού οργανισμού εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Ευρωπαϊκή Ένωση επηρεάζει σημαντικά τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας μέσω των κρατών μελών της που είναι και μόνιμα ή μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα με το άρθρο 34: “Όσα κράτη μέλη είναι μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας θα υπερασπίζονται, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τις θέσεις και τα συμφέροντα της Ένωσης, με την επιφύλαξη των ευθυνών τους δυνάμει των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Θα συνεννοούνται μεταξύ τους και θα τηρούν πλήρως ενήμερα τα άλλα κράτη μέλη, καθώς και τον Ύπατο Εκπρόσωπο. Παράλληλα, όταν η Ένωση έχει καθορίσει θέση ως προς συγκεκριμένο θέμα της ημερήσιας διάταξης του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, τα κράτη μέλη που είναι μέλη του ζητούν να κληθεί ο ύπατος εκπρόσωπος για να παρουσιάσει τη θέση της ‘Ένωσης.”

Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) άρχισε να εγείρει προσδοκίες για την ενίσχυση του ρόλου της Ένωσης εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβάνοντας τόσο την κοινή εκπροσώπηση όσο και τον αποτελεσματικότερο συντονισμό των κρατών μελών της ΕΕ εντός του Συμβουλίου. Παράλληλα, οι διεθνείς εξελίξεις δημιουργούσαν την αδήριτη ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της συνεργασίας ΕΕ- Ο.Η.Ε.. Ο Javier Solana, πρώην Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας ανέφερε χαρακτηριστικά “Είμαστε πεπεισμένοι ότι τα Ηνωμένα Έθνη είναι και παραμένουν ο κεντρικός θεσμός για την αποτελεσματική πολυμερή προσέγγιση, το «κέντρο βάρους» του πολυμερούς συστήματος”, υπογραμμίζοντας την αφοσίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους στόχους και τις αρχές του Ο.Η.Ε.. Η συνεργασία μεταξύ αυτών των οργανισμών έχει αυξηθεί αισθητά και φαίνεται θα συνεχίσει να αυξάνεται.

Προσπάθεια μεταρρύθμισης του Συμβουλίου Ασφαλείας

Με την ανάδειξη νέων δυνάμεων στο παγκόσμιο σύστημα προτάθηκε πολλές φορές η διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας τόσο με μόνιμα όσο και με μη μόνιμα μέλη με σκοπό τη διασφάλιση της πολυμέρειας. Η ύπαρξη νέων παραγόντων στη γεωπολιτική αρένα άσκησαν πιέσεις για μια διαπραγμάτευση που θα τους δώσει την ευκαιρία μιας μόνιμης θέσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Η είσοδος της Γερμανίας ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου θεωρήθηκε η πιο ελπιδοφόρα περίπτωση για την Ένωση, καθώς είναι η πολυπληθέστερη ευρωπαϊκή χώρα, ο ισχυρότερος οικονομικός εταίρος για την πλειονότητα των κρατών μελών της ΕΕ, μια από τις τέσσερεις χώρες με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στον προϋπολογισμό του Ο.Η.Ε. με σημαντική πολιτική επιρροή παγκοσμίως. Επιπροσθέτως, με το πέρασμα των ετών έγινε φανερή η αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης περιφερειακών δρώντων που παίζουν όλο και πιο ενεργό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή, δημιουργώντας περεταίρω πιέσεις για μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.

Ακολούθησαν πολλές προτάσεις μεταρρυθμίσεων δίχως καμία Συμφωνία, ενώ και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρχαν πολύ διαφορετικές απόψεις. Ζήτημα προβληματισμού αποτέλεσε και το δικαίωμα ή όχι αρνησικυρίας των νέων μόνιμων μελών που θα εισέρχονταν, γεγονός που δυσχέρανε περαιτέρω την πιθανότητα αναδιαμόρφωσης του Συμβουλίου Ασφαλείας. Υπήρξε μεγάλη απόκλιση απόψεων ως προς την επιθυμητή μεταρρύθμιση, ενώ πολλοί υποστήριξαν σθεναρά ότι αν παρέχονταν έδρες σε περιφερειακούς οργανισμούς η μεταρρύθμιση αυτή θα ήταν αντίθετη με τη διακυβερνητική φύση του Ο.Η.Ε.. Η Ιταλία υπήρξε θερμός υποστηρικτής της ιδέας κοινής Ευρωπαϊκής εκπροσώπησης εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας κυρίως με στόχο να εμποδίσει άλλα κράτη μέλη, όπως η Γερμανία, να αποκτήσουν μόνιμη θέση εντός του Συμβουλίου, καθώς αυτό θα μετέτρεπε την Ιταλία ως τη μόνη μεγάλη δύναμη της ΕΕ που δεν θα έχει θέση στο Συμβούλιο.

Πριν τη ΣΕΕ, το περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται ρητά στα καθήκοντα των μελών της Ένωσης που είχαν θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας, οι υποχρεώσεις Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου υπήρξαν για πολλά χρόνια περιορισμένες. Μετά το 2001 δόθηκε προτεραιότητα στη συστηματοποίηση της ανταλλαγής πληροφοριών εντός της ΕΕ και την ενημέρωση των μελών που δεν συμμετείχαν εντός του Συμβουλίου για όσα λάμβαναν μέρος στο Συμβούλιο. Η ενισχυμένη αυτή συνεργασία δεν αποτελούσε ιδιαίτερα συντονισμένη δράση, αλλά κατά βάση απλή ανταλλαγή πληροφοριών.

Μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η ΚΕΠΠΑ άρχισε να δημιουργεί προσδοκίες σχετικά με τον πιθανό ρόλο της ΕΕ στον ΟΗΕ, από μια κοινή εκπροσώπηση έως και τον πιο αποτελεσματικό συντονισμό των κρατών μελών της ΕΕ στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Πράγματι, ο συντονισμός εντατικοποιήθηκε ανάμεσα στα μέλη της Ένωσης που είχαν μόνιμη ή μη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας, δημιουργώντας συχνά μια κατασκευασμένη συνοχή των μελών. Η ετερογένεια των προτιμήσεων των κρατών μελών της Ένωσης αποτελεί συχνά τροχοπέδη για την ενίσχυση της παρουσίας της σε διεθνείς οργανισμούς και κυρίως την απόκτηση ενιαίας φωνής σε ζητήματα ασφαλείας εντός του Συμβουλίου των Η.Ε. Αναμφίβολα, τα Ηνωμένα Έθνη αποτελούν κρίσιμο στάδιο για την αξιοπιστία και την προβολή της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, καθώς αποτελούν μέσο νομιμοποίησης των δράσεων της και ενισχύουν την εμπιστοσύνη προς το μέρος της .

Ο αντίκτυπος του Brexit στη διεθνή παρουσία της ΕΕ

Το γεγονός ότι δυο κράτη μέλη της ΕΕ ήταν μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας διαβεβαίωνε εν μέρει την Ένωση για την προάσπιση των συμφερόντων της εντός του Οργανισμού. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία συχνά παρείχαν μια αξιόπιστη εκπροσώπηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο Συμβούλιο Ασφαλείας και ενίσχυαν την παρουσία της Ένωσης ως διεθνή δρώντα. Η έξοδος, όμως, του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ δεν κόστισε μόνο στην Ένωση ένα από τα μέλη της, αλλά και μια αρκετά επιθυμητή μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.. Το αναμφισβήτητο κύρος του Η.Β. και οι σχέσεις του με τις Η.Π.Α. καθιστούσαν το Η.Β. ως σημαντικό εταίρο, που προσέθετε αξία στη διαπραγματευτική δύναμη της Ένωσης. Το Brexit ενδέχεται να οδηγήσει σε αποκλίνουσες θέσεις μεταξύ Η.Β. και Γαλλίας εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς το Η.Β. δεν είναι πλέον υποχρεωμένο να συντονίζει τις θέσεις του με τα κράτη μέλη της ΕΕ μέσω του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άλλη πλευρά, το Η.Β. είναι ένα μέλος διστακτικό στη χρήση της δυνατότητας άσκησης βέτο, γεγονός που καθιστά πιθανό να μην υπάρξουν σημαντικές αποκλίσεις κατά τη διαδικασία ψηφισμάτων. Η βρετανική κυβέρνηση τόνισε ότι η δέσμευσή της στα Ηνωμένα Έθνη θα παραμείνει στον πυρήνα της εξωτερικής της πολιτικής μετά το Brexit. Η απώλεια, όμως, μιας ισχυρής δύναμης μειώνει το κύρος και την επιρροή της Ένωσης στη διεθνή σκηνή.

Συμπέρασμα

Αν και στις πρώτες δεκαετίες των ευρωπαϊκών κοινοτήτων η παρουσία των ευρωπαϊκών κρατών ως ενωμένα στο Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν ισχνή, αυτό άλλαξε σημαντικά μετά Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο συντονισμός που επιτεύχθηκε μέσω της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ (ΚΕΠΠΑ) ενίσχυσε την αποτελεσματικότητα της Ένωσης. Ωστόσο, αναφορικά με την ενεργητικότητα εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας η ΕΕ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει εμπόδια ,αφού ούτε εκπροσωπείται ενιαία, ούτε έχει πετύχει την είσοδο άλλων μελών της ως μόνιμα στον κορμό του Συμβουλίου. H ΕΕ είναι βέβαια μοναδική μεταξύ των διεθνών οργανισμών που έχει την πολυτέλεια τουλάχιστον ένα από τα κράτη μέλη της να αποκτούν κάθε φορά μη μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας (και συχνά με περισσότερα από δύο κράτη). Η ενιαία εκπροσώπηση εντός του Συμβουλίου κρίνεται αδύνατη αν και θα έδινε στην ΕΕ μια περισσότερο συνεκτική φωνή. Αυτό δεν θεωρείται ανέφικτο μόνο λόγω του θεσμικού πλαισίου του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά και λόγω της δυσκολίας που παρατηρείται από τα ίδια τα κράτη μέλη της Ένωσης να εκχωρήσουν εξουσίες, θεωρώντας ότι αυτό θα υπονόμευε την κρατική τους κυριαρχία.

Η αυξημένη εσωτερική συνοχή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ικανότητά της να λαμβάνει αυτόνομα έγκυρες αποφάσεις σημαίνει την ενεργή της δράση στη διεθνή πολιτική σκηνή. Απόρροια της πολυμερούς της φύσης και των σκληρών εσωτερικών διαπραγματεύσεων αποτελεί η διαπραγματευτική της δύναμη που αντανακλάται στις διεθνείς αλληλεπιδράσεις με άλλους εταίρους. Η αποτελεσματικότητα της Ένωσης σχετίζεται κυρίως με τα αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεων αυτών με διεθνείς δρώντες, όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Παρά την απουσία ενιαίας εκπροσώπησης στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και την ετερογένεια των προτιμήσεων των μελών που λάμβαναν μέρος στο Συμβούλιο, τα κράτη μέλη ακολουθούσαν πάντα κοινή προσέγγιση κατά την τελική ψήφο, ενώ με το πέρασμα των ετών η συντονισμένη δράση τους ενισχύθηκε φανερά. Δεδομένου ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών δεν επιτρέπει σε περιφερειακούς οργανισμούς, όπως η ΕΕ, να γίνουν μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Ένωση εστιάζει στη διασφάλιση τουλάχιστον δύο μόνιμων εδρών, προωθώντας ως καλύτερη υποψήφια χώρα τη Γερμανία, γεγονός που αντιτίθεται στις επιθυμίες ορισμένων κρατών μελών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει, όμως, να διασφαλίσει την ενισχυμένη παρουσία της στο Συμβούλιο αν επιθυμεί να προωθήσει καλύτερα τα συμφέροντά της στο διεθνές σύστημα και να ενισχύσει τη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ειρήνη, την ασφάλεια και την πολυμερή τάξη.

Share
By ΟΔΕΘ Partnership
Ο Όμιλος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεμάτων (ΟΔΕΘ) αποτελεί ένα σύγχρονο zero-budget think tank. Στα πλαίσια συνεργασίας, το δiεθνώς επιλέγει και μεταφέρει στους αναγνώστες του τις τελευταίες αναλύσεις από τον Όμιλο.